χρεωφύλαξ

χρεωφύλαξ
-ακος, ὁ, Α
πρόσωπο επιφορτισμένο με τη φύλαξη τών επίσημων καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χεωφυλάσσω — και χρεοφυλάσσω Α [χρεωφύλαξ, ακος] έχω την ευθύνη για τη φύλαξη τών επίσημων καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου, είμαι χρεωφύλαξ* …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλακώ — και χρεοφυλακῶ, έω, Α [χρεωφύλαξ, ακος] είμαι χρεωφύλαξ* …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλάκιον — και χρεοφυλάκιον και χρηοφυλάκιον, τὸ, Α [χρεωφύλαξ, ακος] επίσημο αρχείο φύλαξης τών καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλακία — και χρεοφυλακία, ἡ, Α [χρεωφύλαξ, ακος] το αξίωμα τού χρεωφύλακος …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλακικός — και χρεοφυλακικός, ή, όν, Α [χρεωφύλαξ, ακος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρεωφύλακα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”